Saturday, May 12, 2007

spätes Herz


Έξω από το παράθυρο κυριαρχούσε η μαυρίλα, το σκοτάδι, η μουντάδα...Η βουβή βροχή έπεφτε δημιουργώντας μια υδάτινη κουρτίνα που κάλυπτε τα πάντα...Τα καιρικά φαινόμενα έδειχναν να συμβαδίζουν με την ψυχική του κατάσταση...Ήταν ένα είδος παρηγοριάς θα μπορούσε να πει κανείς. Αρκούσε όμως για να τον κάνει καλά; Κοιτούσε το κενό και το μόνο που σκεφτόταν ήταν ο πόνος και μαζί και η θλίψη που του προκάλεσαν τα πρόσφατα γεγονότα...Το μυαλό του λειτουργούσε σαν σελίδα ημερολογίου εκείνη την ώρα...

«Η καρδιά μου ξεριζώθηκε...Έσκισε τα σπλάχνα μου, σύρθηκε κάτω από τα σκεπάσματα, χώθηκε κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας, κατρακύλησε τις σκάλες, έψαξε να σε βρει και τελικά κατέληξε κουρνιασμένη στο πλάι σου...Στο πλευρό της δικιάς σου καρδιάς, η οποία ήταν στη θέση της...ακούνητη...συνέχιζε τη δουλειά για την οποία είχε προοριστεί. Μόνο η δικιά μου αποφάσισε να παρεκκλίνει από την πορεία της...Αποφάσισε να πάρει έναν καινούριο, άγνωστο δρόμο με άγνωστα εμπόδια και άγνωστη κατάληξη...Είχε όμως μαζί του συνοδοιπόρο την ελπίδα...Την ελπίδα ότι όλο αυτό θα έβγαζε κάπου...Ότι δεν ήταν ένας άδικος αγώνας...Ξαπλωμένη, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εισχωρήσει στα έγκατα της δικιάς σου καρδιάς...Χωρίς χάρτη, χωρίς οδηγίες...Ακόνισε τα μαχαίρια της για να μπορέσει να ανοίξει δρόμο κομματιάζοντας κάθε τι που θα έμπαινε μπροστά της. Να δημιουργήσει έναν δρόμο, ή έστω ένα «χωμάτινο» μονοπάτι που θα οδηγούσε στο «Ελ Ντοράντο», που ποθούσε τόσο πολύ! Δέρμα, φλέβες, αίμα...Όλα φαίνονταν ασήμαντα μπροστά στον ιερό γι αυτήν σκοπό...Η δικιά της «Τζιχάντ» θα έφτανε στο τέλος μόνο στο...τέλος!
Πλέον το ένιωθε...Μετά από υπερπροσπάθεια βρισκόταν κοντά...Ένιωσε ένα ζεστό κύμα χαράς να την πλημμυρίζει. Απέμενε μόνο μια τελευταία κλειδωμένη πόρτα...Δεν ήταν τίποτα μπροστά στα προηγούμενα...Πήρε φόρα, έσπασε την πόρτα και βρέθηκε στο δωμάτιο, όπου υποτίθεται ότι θα βρισκόταν το «βραβείο» του...Ένας άδειος, παγωμένος, σκοτεινός χώρος είχε πάρει τη θέση του - μια φορά κι έναν καιρό - ζεστού παλατιού που καλωσόριζε τον κάθε επισκέπτη...Το μόνο που απέμενε τώρα ήταν ένα χαρτάκι πεταμένο σε μια γωνία σαν σκουπίδι και μια λέξη... «
Άργησες...».
Η καρδιά μου υιοθέτησε την παγωνιά που βρήκε στο αραχνιασμένο εκείνο δωμάτιο...Την έκανε παιδί της, σπλάχνο της και δεν πρόκειται να την αποχωριστεί ποτέ ξανά...Δεν πρόκειται να αναμοχλεύσει πλέον το παρελθόν και ούτε να νοσταλγήσει τις ζεστές ημέρες που χτυπούσε για κάποιον απώτερο σκοπό και όχι απλά για να με κρατήσει εν ζωή...Την πλήγωσες ανεπανόρθωτα...Δεν άργησε...Έκανε όσο πιο γρήγορα μπορούσε...Εσύ είχες βάλει τα εμπόδια...Εσύ δεν την άφησες να φτάσει πιο γρήγορα στον τερματισμό...Εσύ φταις...Εσύ εξ' αρχής...ΕΣΥ...Σε μισώ...»